- αρματολός
- ο ист. арматол (вооружённый грек, использовавшийся турками для охраны области, района)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρματολός — και αρματωλός, ο ένοπλος χριστιανός στην υπηρεσία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. αρματολός < *αρματο λόγος «αυτός που ασχολείται με τα άρματα», με σίγηση του ενδοφωνηεντικού γ . Η άποψη πως το αμαρτωλός (με ω ) προήλθε από συμφυρμό των … Dictionary of Greek
αρματολός — ο (από το αρματολόγος = αυτός που ασχολείται με τα άρματα), ένοπλος Έλληνας (ραγιάς) που την εποχή της τουρκοκρατίας χρησιμοποιόταν για τη φύλαξη ορισμένης περιοχής: Οι αρματολοί αντί να κυνηγούν τους κλέφτες, συνεργάζονταν μαζί τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλυφαντής — Αρματολός που καταγόταν από την Αρκαδία. Σκοτώθηκε από τους Τούρκους πριν αρχίσει η Επανάσταση, στον Άγιο Αθανάσιο στα Τρίκορφα. * * * ο ο ανυφαντής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τ. ανυφαντής με ανομοίωση] … Dictionary of Greek
Βασιλακογεώργης — Αρματολός της Κρήτης από το Λασίθι. Στην επανάσταση του 1841, ο Β. οργάνωσε τις ανατολικές επαρχίες του νησιού και ο Εμμ. Μαυρογένης τις δυτικές … Dictionary of Greek
Κραβαρίτης, Κώστας — Αρματολός από τη Ναύπακτο. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις και κατά καιρούς συνεργάστηκε με τους αρματολούς Θ. Βερελή, Γ. Καραπλή, Μήτρο Μήταλα κ.ά. Σκοτώθηκε με δόλο μέσα στο μέγαρο του διοικητή των Σαλώνων, Τσακή Οβάκη, όπου κλήθηκε… … Dictionary of Greek
Παλουμπιώτης Λιάκος — Αρματολός του 18ου αι. Καταγόταν από την Παλούμπα. Όταν άρχισε η Επανάσταση, σκοτώθηκε στις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Καρίταινας. Η επιχείρηση αυτή, που έγινε με απόφαση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, απέτυχε … Dictionary of Greek
Περαντώνης ή Αντωναράς — Αρματολός. Καταγόταν από την Ιεράπετρα της Κρήτης. Έδρασε πριν το 1821. Μαζί με τους πέντε γιους του είχε συγκροτήσει αρματολικό σώμα, το οποίο είχε γίνει το φόβητρο των Εσπέχηδων, Τούρκων που ζούσαν στη νοτιοανατολική Κρήτη. Πολλούς απ’ αυτούς,… … Dictionary of Greek
Σκίπης, Γιωργής — Αρματολός από το Σούλι. Διακρίθηκε σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων. Ανδραγάθησε στη διάρκεια της πολιορκίας του Αγρινίου (τότε Βραχώρι) και πρώτος αυτός κατόρθωσε να μπει στην πόλη, όπου ύψωσε την ελληνική σημαία. Αργότερα … Dictionary of Greek
Σουμίλας, Αγγελής — Αρματολός του Λούρου και του Βάλτου. Ονομαζόταν και Βλάχος ή Βλαχαγγέλης. Καταγόταν από τα Ιωάννινα και είχε έδρα το Καρπενήσι. Από το 1684 ως το 1688 συνεργάστηκε με τους Βενετούς στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Όταν οι Βενετοί… … Dictionary of Greek
Τζανής, Μάρκος — Αρματολός από την Κρήτη, που έδρασε στην τελευταία δεκαετηρίδα του 17ου αι. Αναφέρεται και με το παρωνύμιο Φόβος. Καταγόταν από το χωριό Λάκκοι του νομού Χανίων και διακρίθηκε για την ανδρεία του στους αγώνες του εναντίον των Τούρκων. Μετά την… … Dictionary of Greek
Τζανουδάκης, Γεώργιος — Αρματολός από την Κρήτη, γνωστός και με το παρωνύμιο Μπελάς. Έδρασε υπό τις διαταγές του αρματολού Δημ. Βαρούχα στους μεταξύ του 1800 και του 1821 χρόνους … Dictionary of Greek